μεταφύτευμα

μεταφύτευμα
και μεταφύτεμα, το
η μεταφύτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφυτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν λεξικόν τού Karl Weigel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταφύτευμα — το, ατος η μεταφύτευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”